- ὁπλοποιητική
- ὁπλο-ποιητική (sc. τέχνη), ἡ,A = ὁπλοποιική (q. v.), Phlp.in APr. 8.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὁπλοποιητικῆς — ὁπλοποιητική fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλοποιητικήν — ὁπλοποιητική fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)